- στραβοπόδης
- στραβοπόδηςwith twisted feetmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στραβοπόδης — α, ικο / στραβοπόδης, ό, ΝΑ αυτός που έχει στρεβλά πόδια, ραιβόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + πόδης (< πούς, ποδός)] … Dictionary of Greek
Vassilis Stravopodis — The first version of this article has been based in the text of of the Greek Wikipedia published under GFDL. Football player infobox playername = Vassilis Stravopodis height = 1.76 cm nickname = The Wizard dateofbirth = 1948 cityofbirth = Patras… … Wikipedia
αγκυλόπους — ἀγκυλόπους, ουν (Α) αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης αρχ. φρ. «ἀγκυλόπους δίφρος» ο δίφρος τών Ρωμαίων αρχόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + πούς] … Dictionary of Greek
κυλλόπους — κυλλόπους, πουν (Α) αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + πους (< πούς), πρβλ. πλατύ πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
κυλλώ — (I) κυλλῶ, άω (Α) τιμωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός. Η σημ. «τιμωρώ» θα πρέπει να προήλθε από τη στρέβλωση τών μελών τού σώματος που επιβαλλόταν ως τιμωρία]. (II) κυλλῶ, όω (AM) [κυλλός] καθιστώ κάποιον κουτσό, κουτσαίνω, στρεβλώνω μσν. μέσ. κυλλοῡμαι … Dictionary of Greek
λωρόπους — και λουρόπους, ουν (Μ) 1. στραβοπόδης 2. (στον πληθ. ως εθν. όν.) οἱ Λωρόποδες ονομασία λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρος + πούς] … Dictionary of Greek
πλαγιόσκελος — ον, Μ στραβοπόδης, στραβοκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + σκέλος] … Dictionary of Greek
ραιβοσκελής — ές / ῥαιβοσκελής, ές, ΝΜΑ αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, στραβοπόδης, στραβοκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, στραβός» + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής] … Dictionary of Greek
σκαμβεύω — Μ [σκαμβός] βαδίζω με κυρτά τα σκέλη, είμαι στραβοπόδης … Dictionary of Greek
σκαμβόπους — ουν, ΜΑ αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ πους] … Dictionary of Greek